- δορκάς
- Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 482 κάτ.) του νομού Θεσσαλονίκης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαχανά.
* * *η (AM δορκάςΑ και δόρξ, -ρκός, η και δόρκος, ο και δόρκων, -ωνος, ο και ζορκάς, η και ζορξ -ρκός, η και ίορκος, ο)1. ζαρκάδι2. (στη Μ. Ανατολή και τη Β. Αφρική) αντιλόπη δορκάς, γκαζέλααρχ.στον πληθ. δορκάδεςαστράγαλοι.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δορκάς προήλθε από το δορξ (πρβλ. κεμάς, προκάς κ.λπ.). Οι τύποι αυτής τής οικογένειας οφείλονται σε παρετυμολογική επίδραση του δέρκομαι*. Οι τύποι με -ζ- (πρβλ. ζαρκάδι) είναι φαινομενικά μεμονωμένοι, ενώ στην πραγματικότητα συνδέονται με έναν κελτικό τύπο με σημ. «ζαρκάδι», πρβλ. γαλατ. iwrch, κορν. yorch, βρετ. iourc'h (< IE *york-o). Ο τ. ίορκος υποστηρίχθηκε ότι είναι γαλατικό δάνειο.ΠΑΡ. αρχ. δορκάδειος, δορκαδίζωαρχ.-μσν.δορκάδιο, δόρκωννεοελλ.δόρκος.ΣΥΝΘ. νεοελλ. δορκάτομος, δόρκοψις].
Dictionary of Greek. 2013.